πλατύρροος
English (LSJ)
contr. πλατύρρους, ουν, broad-flowing, Νεῖλος A.Pr.852.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτύρροος: стяж. πλᾰτύρρους 2 широкотекущий (Νεῖλος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύρροος: -ον, συνῃρ. -ρους, ουν, ὁ ἔχων πλατὺ ῥεῦμα, εὐρύς, Νεῖλος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 852.
Greek Monotonic
πλᾰτύρροος: συνηρ. -ρους, -ουν, αυτός που έχει πλατύ ρέμα, σε Αισχύλ.