ὀζαίνομαι

From LSJ
Revision as of 12:15, 12 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζαίνομαι Medium diacritics: ὀζαίνομαι Low diacritics: οζαίνομαι Capitals: ΟΖΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ozaínomai Transliteration B: ozainomai Transliteration C: ozainomai Beta Code: o)zai/nomai

English (LSJ)

= ὄζω (smell), c. gen., σίτου Sophr.123.

Greek Monolingual

ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, οζαινόομαι (Α)
όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζωὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.