ἐξάρθρημα

From LSJ
Revision as of 00:26, 14 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Greek: ἀνάθλασις, ἀνάπλευσις" to "Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις")

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρθρημα Medium diacritics: ἐξάρθρημα Low diacritics: εξάρθρημα Capitals: ΕΞΑΡΘΡΗΜΑ
Transliteration A: exárthrēma Transliteration B: exarthrēma Transliteration C: eksarthrima Beta Code: e)ca/rqrhma

English (LSJ)

-ατος, τό, dislocation, ib.58, Gal.6.876.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación ἤν γέ τι τοιοῦτον αὐτοὺς ἐ. καταλάβῃ Hp.Art.12, cf. 59, διακριτέον ... τὸ ἐ. δὲ ἀκίνητον εἶναι μέχρι τῆς διαστάσεως Sor.Fract.12, κἂν ... ἀνίατον ἐ. μείνῃ Gal.4.364, plu. (φλεγμονή) ἐξαρθρήμασί τε καὶ κατάγμασι ... ἐπιγίγνεται Gal.11.73, cf. 17(2).265, 18(2).867, Orib.49.14.11, Paul.Aeg.6.111.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρημα: τό, ἐκτοπισμὸς ὀστοῦ, «στραγγούλισμα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, προσέτι ἐξάρθρησις, εως, ἡ, αὐτόθι 821.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρημα) εξαρθρώ
εξάρθρωση.

German (Pape)

Hippocr. = ἐξάρθρωμα.

Translations