ἐξάρθρησις
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἐξάρθρημα (dislocation), Hp. Art. 53, Gal. 6.876.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
medic. dislocación, luxación κατὰ τὸ ἰσχίον Hp.Art.53, χρησίμη πρός τε τὰς τῶν ὀστέων θέσεις καὶ ἐξαρθρήσεις Hp.Ep.22, δύο ἐξαρθρήσεις ἀγκῶνος Apollon.Cit.11, ἐν ταῖς ἐξαρθρήσεσί τε καὶ παραρθρήσεσι Gal.6.870, μεγάλη ἐ. Gal.4.11, cf. Orib.47.5.12, Paul.Aeg.6.122.
German (Pape)
[Seite 872] Hippocr. = ἐξαρθρόω, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις.
Greek Monolingual
ἐξάρθρησις, η (Α) εξαρθρώ
εξάρθρωση.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang