παρίσωμα
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
-ατος, τό, = παρίσωσις (even balancing of the clauses, assonance, equalization), Cratin.Jun. 7.4.
German (Pape)
[Seite 524] τό, Ähnlichkeit, Gleichheit, bes. der Wortstellung, oder der Glieder eines Redesatzes, gleiche Endung der Kola, Cratin. iun. bei D. L. 8, 37.
Russian (Dvoretsky)
πᾰρίσωμα: ατος τό Diog. L. = παρίσωσις.
Greek (Liddell-Scott)
παρίσωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Κρατῖνος Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1˙ πρβλ. πάρισος ΙΙ.
Greek Monolingual
το Α παρισώ
η παρίσωσις, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων του λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία.