πολύφονος

From LSJ
Revision as of 01:07, 24 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source

Middle Liddell

πολύ-φονος, ον,
murderous, Eur.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.