ἰσόπλευρος

From LSJ
Revision as of 19:14, 29 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπλευρος Medium diacritics: ἰσόπλευρος Low diacritics: ισόπλευρος Capitals: ΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: isópleuros Transliteration B: isopleuros Transliteration C: isoplevros Beta Code: i)so/pleuros

English (LSJ)

ἰσόπλευρον,
A with equal sides, πλαίσιον X.An.3.4.19, etc.: freq. in Geom., equilateral, τρίγωνον Pl.Ti.54a, 54e; ἐπίπεδον ib.55e; τετράγωνον Plb.6.31.10.
II of numbers, square, opp. ἑτερομήκης, Pl.Tht.148a, Arist.APo.73a40. Adv. ἰσοπλεύρως Nicom.Ar.2.13.
III Rhet., of periods, Hermog. Inv.4.3.

German (Pape)

[Seite 1266] gleichseitig; τρίγωνα Plat. Tim. 54 e; Euclid.; τετράγωνον Pol. 6, 31, 10; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόπλευρος:
1 равносторонний (τρίγωνον, ἐπίπεδον Plat.; τετράγωνον Arst., Polyb.; πεντάγωνον Plut.);
2 мат. возведенный во вторую степень, квадратный (ἀριθμός Plat., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπλευρος: -ον, ἔχων ἴσας τὰς πλευράς, ἰσόπλευρον τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α, Ε· ἐπίπεδον ἰσόπλευρον ἰσοπλεύρου αὐτόθι 55Ε. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, τετράγωνος, ἀντίθετον τῷ ἑτερομήκης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 147Ε, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόπλευρος, -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο»)
αρχ.
1) (για αριθμό) τετράγωνος
2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος.
επίρρ...
ἰσοπλεύρως (Α)
με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αρτιόπλευρος, χρυσόπλευρος].