πατελίδα
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
η / πατελίς, -ίδος, ΝΑ
πεταλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ιταλ. patella με επίθημα -ίς, -ίδος (βλ. πατέλλα), πρβλ. πεταλίδα].