περιμηρίδες
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
αἱ, covering for the thighs, Gloss.
Greek Monolingual
αἱ, Α
τα περιμήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίμηρος + επίθημα -ις, -ίδος].