Παλληνεύς

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire du dème Παλλήνη.

Greek Monolingual

Παλληνεύς, ο, θηλ. Παλληνίς, -ίδος (Α) Παλλήνη
1. κάτοικος της Παλλήνης, δήμου της Αττικής
2. το θηλ. Παλληνίς
επίθ. της θεάς Αθηνάς («ἀπικνέονται ἐπὶ Παλληνίδος Ἀθηναίης ἱερόν», Ηρόδ.).

Russian (Dvoretsky)

Παλληνεύς: έως ὁ Παλλήνη 2] житель или уроженец дема Паллена Her.

Middle Liddell

Παλληνεύς, έως, ὁ,
an inhabitant of Παλλήνη; fem. Παλληνίς, ίδος, Hdt.