στομίς
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, =
A στόμιον 111.2, Poll.10.56.
II f.l. for τομίς in LXX Pr.24.37 (30.14).
German (Pape)
[Seite 948] ίδος, ἡ, Poll. 10, 56, die Mundbinde der Flötenspieler, sonst φορβειά, auch χειλωτήρ genannt.
Greek (Liddell-Scott)
στομίς: -ίδος, ἡ, = στόμιον ΙΙΙ. 2, Πολύδ. Ι΄, 56.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. στομίδα.