στεφανωτίς
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
v. στεφανωτρίς.
German (Pape)
[Seite 940] ίδος, ἡ, = Folgdm, Theophr.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
στεφανωτρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανώ + κατάλ. -τις (θηλ. του -της), πρβλ. λιβανωτίς].