φαινομηρίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, showing the thigh, with bare thigh, Ibyc.61; cf. φανόμηρις.
German (Pape)
[Seite 1250] ίδος, ἡ, die die Hüften zeigt, mit entblößten Hüften, wie Ibykos die lakonischen Mädchen nannte, weil ihre Kleider an den Seiten offen waren, s. Ibyc. 49 bei Plut. Comp. Lyc. et Num. 3. Bei Poll. 7, 55 wie 2, 187 φανομηρίς.
Russian (Dvoretsky)
φαινομηρίς: ίδος adj. f показывающая (голые) бедра (прозвище спартанок, носивших короткие хитоны) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φαινομηρίς: -ίδος, ἡ, ἡ δεικνύουσα τὸν μηρόν, ἡ ἔχουσα γυμνὸν τὸν μηρόν, ὡς ὁ Ἴβυκος (57) καλεῖ τὰς κόρας τῶν Λακεδαιμονίων ὡς φορούσας σχιστὸν χιτῶνα, ἴδε Müller Dor. 4. 2, 3· παρὰ Πολυδ. Β΄, 187 φέρεται φανόμηρις, «καὶ ἡ Λάκαινα φανόμηρις»· «παρέφαινον τοὺς μηροὺς μάλιστα αἱ Σπαρτιάτιδες, ἃς διὰ τοῦτο φαινομήριδας ὠνόμαζον» ὁ αὐτ. Ζ΄, 55.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. φαινομηρίδα.