φαλίς

From LSJ
Revision as of 14:21, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

German (Pape)

[Seite 1253] ίδος, ἡ, die Priesterinn der Hera zu Argos, wahrscheinlich von φαλός, wegen der weißen Tracht, Euseb. Chronic.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἱέρεια τῆς Ἥρας ἐν Ἄργει, πιθαν. ἐκ τοῦ φαλός, ή, όν, ὡς ἐκ τῆς λευκῆς αὐτῆς ἐσθῆτος, Σύγκελ. 172Α.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κάνναβις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. φαλός «λευκός», λόγω του χρώματος της κάνναβης. Για ανάλογες ονομασίες της κάνναβης προερχόμενες από επίθ. με σημ. «λευκός» πρβλ. σερβ. belojka, σλοβεν. belica (< αρχ. σλαβ. belĩ «λευκός»), γερμ. Weisshanf (< weiB «λευκός»)].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
ιέρεια της Ήρας στο 'Αργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φαλός «λευκός» + κατάλ. -ίς, -ίδος, λόγω του λευκού ενδύματος της ιέρειας].

Frisk Etymology German

φαλίς: {phalís}
Meaning: κάνναβις H.
Etymology : Zu φαλός = λευκός (s.d.); vgl. skr. bjelojka, slov. belica weißer Hanf, dt. Wißhampf (Crepajac KZ 81, 183 A. 1).
Page 2,986