ἀνήφαιστος

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήφαιστος Medium diacritics: ἀνήφαιστος Low diacritics: ανήφαιστος Capitals: ΑΝΗΦΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anḗphaistos Transliteration B: anēphaistos Transliteration C: anifaistos Beta Code: a)nh/faistos

English (LSJ)

ἀνήφαιστον, ἀ. πῦρ fire that is no fire, i.e. discord, E.Or.621.

Spanish (DGE)

-ον
que no es fuego ἀ. πῦρ fig. de la discordia, E.Or.621.

German (Pape)

[Seite 230] ohne Hephästus, d. h. ohne Feuer, πῦρ, Flamme des Unheils, Eur. Or. 613.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. sans Héphaistos : (feu) auquel Héphaistos est étranger, dont les flammes ne sont pas matérielles.
Étymologie: , Ἥφαιστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήφαιστος: не гефестов, т. е. невещественный, неземной (о гневе подземных богов) (πῦρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήφαιστος: -ον, ἀν. πῦρ, οὐχὶ πραγματικὸν πῦρ, ἀλλὰ τὸ πῦρ τῆς ἔριδος, «οὐ τοῦτο λέγει τὸ πῦρ τὸ τὰ ξύλα καὶ τὴν ὕλην ἀναλίσκον, ἀλλ’ ἕτερον μέν τι, ὁμοίως δὲ τούτῳ ἀναλωτικὸν καὶ διαφθαρτικόν» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρ. 621, ἔνθα ἴδε Πόρσ.

Greek Monolingual

ἀνήφαιστος, -ον(Α)
φρ. «ἀνήφαιστον πῡρ» — η φωτιά της διαμάχης (που δεν είναι η πραγματική φωτιά του Ηφαίστου).

Greek Monotonic

ἀνήφαιστος: -ον, αυτός που δεν έχει πραγματική φωτιά, πῦρ ἀνήφαιστον, δηλ. η φωτιά της διχόνοιας, σε Ευρ.

Middle Liddell

without real fire, πῦρ ἀνήφαιστον, i. e. the fire of discord, Eur.