ἀτημελής

From LSJ
Revision as of 11:52, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτημελής Medium diacritics: ἀτημελής Low diacritics: ατημελής Capitals: ΑΤΗΜΕΛΗΣ
Transliteration A: atēmelḗs Transliteration B: atēmelēs Transliteration C: atimelis Beta Code: a)thmelh/s

English (LSJ)

ἀτημελές,
A neglected, κόμη Plu.Ant.18.
II of persons, careless, neglectful, χρημάτων E.Fr.184. Adv. ἀτημελῶς = negligently, ἔχειν τινός Plu.Agis 17; ἀτημελέως ἀλάληντο A.R.1.812 (v.l. -λέες).

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾱ-]
• Morfología: [jón. nom. plu. -έες A.R.1.812]
I 1descuidado, abandonado ἀτημελέες ἀλάληντο vagan sin que nadie se ocupe de ellas A.R.l.c.
descuidado, desaseado κόμη Plu.Ant.18, τὸ δωμάτιον Them.Or.22.274b.
2 c. gen. que descuida, que no se ocupa μοῦσαν ... ἀργόν, φίλοινον, χρημάτων ἀτημελῆ E.Fr.184.
II adv. ἀτημελῶς = descuidadamente ἁψαμένη τῶν πέπλων καὶ τῆς κόμης ἀ. ἐχόντων tocando sus vestiduras y cabellera en situación de abandono Plu.Agis 17.

German (Pape)

[Seite 386] ές, sorglos, nachlässig, Sext. Emp.; κόμη Plut. Ant. 18; ἀτημελῶς ἔχειν Agis 17.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
négligé.
Étymologie: , τημελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτημελής:
1 небрежный, находящийся в беспорядке, спутанный (κόμη Plut.);
2 пренебрегающий (τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτημελής: -ές, παρημελημένος, κόμη Πλουτ. Ἀντ. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀμελής, ὀλίγωρος, χρημάτων Εύρ. (;) παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 27: - ἐπίρρ., ἀτημελῶς ἔχειν Πλουτ. Ἆγις 17· ἀτημελέως ἀλάληντο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 812, μετὰ διαφ. γρ. -λέες.

Greek Monolingual

ἀτημελής, -ές (Α) τημελώ
1. παραμελημένος, απεριποίητος
2. αμελής, απρόσεκτος.

Greek Monotonic

ἀτημελής: -ές,
I. παραμελημένος, σε Πλούτ.
II. απερίσκεπτος· επίρρ. ἀτημελῶς ἔχειν, στον ίδ.

Frisk Etymological English

See also: τημελέω

Middle Liddell

I. neglected, Plut.
II. careless:— adv., ἀτημελῶς ἔχειν Plut.

Frisk Etymology German

ἀτημελής: {atēmelḗs}
See also: s. τημελέω.
Page 1,178