Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Menander, Monostichoi, 145French (Bailly abrégé)
μακαρίτιδος
adj. f. de μακαρίτης.
Russian (Dvoretsky)
μᾰκᾰρῖτις: ῐδος adj. f покойная (ἡ μ. μου γυνή Luc.).
German (Pape)
ιδος, ἡ, fem. zu μακαρίτης; Theocr. 2.70; γυνή, Luc. Philops. 27.