ἀντιμωλία

From LSJ
Revision as of 09:48, 10 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Proceß" to "Prozess")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 256] ἡ, Prozess, bei dem sich beide Parteien persönlich einfinden, s. ἑτερομωλία; auch ἀντιμολία, wie von ἀντιμολεῖν.

Greek Monolingual

η αντιμήλος
φρ.δίκη ή εξέταση κατ' αντιμωλία» — η διεξαγωγή της συζήτησης στο ακροτήριο με τη συμμετοχή όλων των διαδίκων.