κατουλάς

From LSJ
Revision as of 17:54, 12 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Finsterniß" to "Finsternis")

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατουλάς Medium diacritics: κατουλάς Low diacritics: κατουλάς Capitals: ΚΑΤΟΥΛΑΣ
Transliteration A: katoulás Transliteration B: katoulas Transliteration C: katoulas Beta Code: katoula/s

English (LSJ)

κατουλάδος, ἡ, shrouding, νύξ S.Fr.433; but taken as = ὀλοή, A.R.4.1695. (From κατειλέω, cf. Hsch. s.v. κατειλάδα.)

German (Pape)

[Seite 1405] άδος, ἡ, νύξ, die finstere Nacht, Soph. frg. 383, oder die verderbliche, wie aus Ap. Rh. 4, 1695 hervorzugehen scheint, νὺξ ἐφόβει, τήν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν; nach Eust. zu Od. 14, 459 von finsterer, sternloser, regniger, stürmischer Nacht, καταιγίδας ἔχουσαν καὶ συστροφὰς ἀνέμων· εἴλλειν γὰρ τὸ συστρέφειν; nach den VLL. κατίλλουσα καὶ κατείργουσα, die mit Finsternis Alles umschlossen hält, weshalb man κατειλάς ändern wollte. An οὖλος = ὅλος, dichte Finsternis, ist nicht zu denken.

Russian (Dvoretsky)

κατουλάς: άδος adj. f одетая тьмой, темный (νύξ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κατουλάς: -άδος, ἡ, ἡ κατακαλύπτουσα (σκοτεινή), (ὡς «κατίλλουσα καὶ κατείργουσα» Φώτ.), νὺξ Σοφ. Ἀποσπ. 383, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1695 (ἐκ τοῦ κατείλλω ἢ -είλω, ὡς τὸ ἐξούλης ἐκ τοῦ ἐξείλλω), Φώτ.

Greek Monolingual

κατουλάς, -άδος, ἡ (Α)
1. σκοτεινή («ἐπεύχομαι δὲ νυκτὶ τῇ κατουλάδι», Σοφ.)
2. καταστρεπτική, ολέθρια («νὺξ ἐφόβει, τὴν πέρ τε κατουλάδα κικλήσκουσι, νύκτ' ὀλοήν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐλάς (< οὖλος (II) «πυκνός». Η μεταγενέστερη σημ. «ολέθρια» προέκυψε πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με το οὖλος (III) «ολέθριος»].

Frisk Etymological English

-άδος
Grammatical information: adj.
Meaning: epithet of the night (S. fr/ 433, A.R. 4, 1695)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From κατειλέω, after ὀλοή (popular etym.).