διενειλέω

From LSJ
Revision as of 18:29, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διενειλέω Medium diacritics: διενειλέω Low diacritics: διενειλέω Capitals: ΔΙΕΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: dieneiléō Transliteration B: dieneileō Transliteration C: dieneileo Beta Code: dieneile/w

English (LSJ)

involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.

Spanish (DGE)

v. διελλαμβάνω.

French (Bailly abrégé)

διενειλῶ :
part. pf. Pass. διενειλημένος;
enrouler, entortiller.
Étymologie: διά, ἐνειλέω.

Greek (Liddell-Scott)

διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.

Russian (Dvoretsky)

διενειλέω: закручивать, завивать: λόγος πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημένος Luc. многосложно-хитросплетенная речь.

German (Pape)

ganz ein-, verwickeln, Luc. Philopatr. 1.