ἡλιόκαυστος
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
Dor. ἁλιόκαυστος (sunburnt), ον, (καίω) = ἡλιοκαής, Theoc.10.27, Dsc.2.2.
German (Pape)
[Seite 1162] = ἡλιοκαής, Theocr. 10, 27, in dor. Form ἁλιοκ., u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἡλιόκαυστος: дор. ἁλιόκαυστος 2 (ᾱλ) Theocr. = ἡλιοκαής.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιόκαυστος: -ον, (καίω) = ἡλιοκαής, Θεόκρ. 10. 27.
Greek Monotonic
ἡλιόκαυστος: -ον (καίω), = ἡλιοκαής, ηλιοκαμένος, σε Θεόκρ.