αλτήρας

From LSJ
Revision as of 14:37, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἁλτήρ) συνήθως στον πληθ. οι αλτήρες
νεοελλ.
όργανο γυμναστικής, βάρη, ειδικότερα δύο σφαίρες από μολύβι ή σίδερο, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με σιδερένια ράβδο που χρησιμοποιείται ως λαβή
είναι χρήσιμο για τα άλματα και γενικά για την προπόνηση τών αθλητών
αρχ.
βάρη που κρατούσαν οι άλτες στα χέρια για να αποκτήσουν μεγαλύτερη φόρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλτήρια, ἁλτηρία.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλτηροβολία].