ἔνοπτος
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ἔνοπτον, visible in a thing, Arist.Pr.865b17.
Spanish (DGE)
-ον
visible de un color ἐνόπτρου ἔνοπτον que es visible en el espejo, e.e., que es reflejo del espejo Arist.Pr.865b17, de pers. c. dat. οὐδέπω ἔ. οὖσα τῷ χορῷ Sch.S.Ai.891P.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνοπτος: -ον, (ὄψομαι) ὁρατὸς ἔν τινι πράγματι, κάτοπτος, Ἀριστ. Προβλ. 1. 51, 2, Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνοπτος: (в чем-л.) видимый rst.