ἡμίπυρος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ἡμίπυρον, (πῦρ) half of fire, Arist.Mu.395a23, Cleom.2.4, Plu.2.928e.
German (Pape)
[Seite 1169] halb brennend, Arist. mund. 4; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi enflammé, à demi ardent.
Étymologie: ἡμι-, πῦρ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίπῠρος: (ῐ) наполовину воспламененный Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπῠρος: -ον, (πῦρ) κατὰ τὸ ἥμισυ πύρινος, σελήνη Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 19, Πλούτ. 2. 928D.
Greek Monolingual
ἡμίπυρος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. διάπυρος, ολόπυρος].