μητροδίδακτος

From LSJ
Revision as of 22:10, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροδίδακτος Medium diacritics: μητροδίδακτος Low diacritics: μητροδίδακτος Capitals: ΜΗΤΡΟΔΙΔΑΚΤΟΣ
Transliteration A: mētrodídaktos Transliteration B: mētrodidaktos Transliteration C: mitrodidaktos Beta Code: mhtrodi/daktos

English (LSJ)

[ῐ], ον, taught by one's mother: nickname of Aristippus, Str. 17.3.22, D.L.2.83.

German (Pape)

[Seite 179] von der Mutter gelehrt, D. L. 2, 83.

Russian (Dvoretsky)

μητροδίδακτος: (ῐ) обученный (своею) матерью Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

μητροδίδακτος: -ον, δεδιδαγμένος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ μητρὸς, Διογ. Λ. 2. 83.

Greek Monolingual

μητροδίδακτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διδαχθεί από τη μητέρα του
2. το αρσ. ως ουσ.μητροδίδακτος
παρωνύμιο του Αριστίππου («Ἀρίστιππος ὁ κληθεὶς μητροδίδακτος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -δίδακτος (< διδάσκω), πρβλ. θεοδίδακτος, πατροδίδακτος].