ἐκκωφέω

From LSJ
Revision as of 18:12, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκωφέω Medium diacritics: ἐκκωφέω Low diacritics: εκκωφέω Capitals: ΕΚΚΩΦΕΩ
Transliteration A: ekkōphéō Transliteration B: ekkōpheō Transliteration C: ekkofeo Beta Code: e)kkwfe/w

English (LSJ)

deafen, stun, τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312: —Pass., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.81: metaph., ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη are blunted at the sight of.., E.Or.1288, cf. ἐκκωφόω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [v. med. perf. 3a plu. ἐκκεκωφέαται Anacr.79.2]
1 dejar sordo fig. cóm. τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Ar.Eq.312, ref. una reiteración incesante ἐκκεκώφηκας ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ἐμπέπληκας τοῦ Λυσίου Aristaenet.1.24.13.
2 aturdir τοσοῦτον ἡ λύπη με τῆς συμφορᾶς ἐξεκώφησε a tal extremo me aturdió el pesar por mi desgracia Ach.Tat.3.17.2, en v. pas. αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.l.c., fig. ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; ¿es que ante la belleza se han embotado las espadas? E.Or.1288.
3 en perf. v. med. quedarse sordo, irón. por desentenderse ἐξεκεκώφητο τὸ κάθαρμα el maldito se ha quedado sordo Synes.Ep.5 (p.14).

French (Bailly abrégé)

ἐκκωφῶ :
1 tr. assourdir ; fig. (au Pass.) être hébété, frappé de stupeur;
2 intr. être sourd.
Étymologie: cf. ἐκκωφόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκωφέω: и ἐκκωφόω только pf.
1 оглушать (τὰ ὦτά τινος Plat.): τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν Arph. ты своим криком оглушил Афины; τὰ ὦτα ἐκκεκώφησαι Luc. ты оглох;
2 ошеломлять (φρένες ἐκκεκωφέαται Anacr.);
3 притуплять (εἰς τὸ κάλλος ἐκκεκώφωται ξίφη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκωφέω: τῷ ἑπομ., τὰς Ἀθήνας ἐκκεκώφηκας βοῶν, «ἐξεκούφανες τὰς Ἀθήνας μὲ τὰς φωνάς σου», Ἀριστοφ. Ἱππ. 312: - Παθ., αἱ δέ μευ φρένες ἐκκεκωφέαται, παρεζαλίσθησαν, Ἀνακρ. 81· ἐς τὸ κάλος ἐκκεκώφηται ξίφη, ἐνώπιον τοῦ κάλλους ἀμβλύνονται τὰ ξίφη, Εὐρ. Ὀρ. 1288, ἔνθα οὗτοςτύπος προτιμᾶται τοῦ ἐκκεκώφωται ὑπό τοῦ Πόρσωνος, ἴδε ἐν τόπῳ (1279).

Greek Monotonic

ἐκκωφέω: μέλ. -ήσω, ξεκουφαίνω, σε Αριστοφ. — Παθ., μεταφ., ἐκκεκώφηται ξίφη, τα ξίφη, τα σπαθιά στόμωσαν, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to make quite deaf, Ar.:—Pass., metaph., ἐκκεκώφηται ξίφη swords are blunted, Eur.