καταφίημι
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
A let slip down, κατηφίει (impf.) τὸ δόρυ διὰ χειρός f.l. in Pl.La.184a; λέβητα (sc. εἰς θάλασσαν) Arist.Pr.960b32.
German (Pape)
[Seite 1389] (s. ἵημι), hinabgleiten lassen; κατηφίει τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρός, er ließ den Speer durch die Hand gleitend zu Boden fallen, Plat. Lach. 183 e; καταφέντες Arist. probl. 32, 5.