ἀμφιπλίξ
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
Adv. astride: hence, gripping with coils, of serpents, S.Fr.596.
Spanish (DGE)
adv. retorcido, enroscado δράκοντε θαιρὸν ἀμφιπλὶξ εἰληφότε dos serpientes enroscadas al eje del carro entregado por Deméter a Triptólemo, S.Fr.596.
German (Pape)
[Seite 142] umschreitend, mit ausgespreizten Schenkeln, VLL. aus Soph. Triptol. frg. 538.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπλίξ: ἐπίρρ., μὲ πλῆρες βῆμα, μὲ μακροὺς βηματισμούς, διασκελισμούς, Σοφ. Ἀποσπ. 538.
Greek Monolingual
ἀμφιπλίξ επίρρ. (Α)
1. ιππαστί, καβαλικευτά, με ανοιχτά σκέλη
2. (για ερπετά) αρπάζοντας κάτι με κουλουριάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλίξ «βήμα» < πλίσσομαι «βαδίζω με μεγάλο διασκελισμό»].