ἐνεχυραστής
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ἐνεχυραστοῦ, ὁ, one who distrains, Schwyzer 177.8 (Crete, v B.C.), Hsch. s.v. δήμαρχον.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. -ας ICr.4.80.8 (IV a.C.)
• Grafía: graf. ἐνεκ- ICr.l.c.
persona que toma en prenda, ICr.l.c., cf. δήμαρχον· ἐνεχυραστήν Hsch.
German (Pape)
[Seite 840] ὁ, der Auspfänder, Hesych.
Greek Monolingual
ἐνεχυραστής, ο (Α)
1. αυτός που ενεχυριάζει
2. αυτός που ενεργεί κατάσχεση.