εὐνομοῦμαι
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
Greek Monolingual
Α εὐνομοῦμαι, εὐνομέομαι
το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῦσα) εύνομος Ι
έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ.
β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» — θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε τους νόμους, Αισχίν.
γ. «κράτος ευνομούμενο».