εὐνομοῦμαι

From LSJ
Revision as of 12:58, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=Α εὐνομοῦμαι, εὐνομέομαι<br />το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. <i>εὐνομοῦσα</i>) [[εύνομος]...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Α εὐνομοῦμαι, εὐνομέομαι
το ενεργ. μόνο στη μτχ. ενεστ. εὐνομοῦσα) εύνομος Ι
έχω καλούς νόμους, διοικούμαι καλά, έχω καλό πολίτευμα (α. «καὶ ηὐνομήθη καὶ ἀεὶ ἀτυράννευτος ἦν», Θουκ.
β. «ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε» — θα γίνετε ισχυροί, όταν υπηρετείτε τους νόμους, Αισχίν.
γ. «κράτος ευνομούμενο».