προσδιαλέγομαι

Revision as of 13:20, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A answer in conversation or disputation, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Hdt.3.50, cf. 52, Pl.Tht.161b, Eus.Mynd.1; ὁ προσδιαλεγόμενος Pl.Prt. 342e, Sph.218a, Arist.SE165b15.
2 simply, hold converse with, θεοῖς π. εὐχαῖς Pl.Lg.887e; negotiate with, τοῖς ἀνθρώποις PSI4.344.3,7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 755] (s. λέγω), sich unterreden, τινί, mit Einem, indem man auf seine Fragen antwortet; διαλεγομένῳ οὐ προσδιαλέγεσθαι, dem Anredenden nicht antworten, Her. 3, 50; ὁ προσδιαλεγόμενος, der, mit dem man sich unterhält, und der auf die Fragen antwortet, Plat. Soph. 217 c Theaet. 161 b u. öfter; auch = anreden, θεοῖς εὐχαῖς προσδιαλεγόμενοι καὶ ἱκετείαις, Legg. X, 887 e; Sp., wie Plut. Pyrrh. 16.

French (Bailly abrégé)

f. προσδιαλέξομαι, ao. προσδιελέχθην, etc.
s'entretenir avec, particul. répondre à (dans une conversation ou une discussion), τινι.
Étymologie: πρός, διαλέγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-διαλέγομαι een gesprek voeren met, met dat.:; ὡς... προσδιαλέγοιτο τοῖς ἑταίροις ἅμα βαδίζων om onder het lopen een gesprek te voeren met zijn metgezellen Plut. Aem. 23.2; ptc. subst.. ὁ προσδιαλεγόμενος de gesprekspartner Plat. Prot. 342e.

Russian (Dvoretsky)

προσδιαλέγομαι:
1 участвовать в беседе, отвечать собеседнику: διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Her. когда (Периандр) говорил, (Ликофрон) не вступал в беседу (с ним); ὁ προσδιαλεγόμενος Plat. собеседник;
2 заговаривать, обращаться (θεοῖς εὐχαῖς καὶ ἱκετείαις Plat.).

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συνδιαλέγομαι, συνομιλώ
2. προσφωνώ, προσαγορεύω
3. συναλλάσσομαι με κάποιον.

Greek Monotonic

προσδιαλέγομαι: αποθ., απαντώ σε συζήτηση ή λογομαχία, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαλέγομαι: ἀποθ., ἀποκρίνομαι ἐν διαλόγῳ ἢ συζητήσει, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Ἡρόδ. 3. 50, πρβλ. 52, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ὁ προσδιαλεγόμενος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Ε, ἐν Σοφιστ. 218Α. 2) ἁπλῶς, διαλέγομαι πρός τινα, θεοῖς πρ. εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 441.

Middle Liddell

Dep. to answer in conversation or disputation, Hdt.