τετράστεγος

From LSJ
Revision as of 07:45, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστεγος Medium diacritics: τετράστεγος Low diacritics: τετράστεγος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΕΓΟΣ
Transliteration A: tetrástegos Transliteration B: tetrastegos Transliteration C: tetrastegos Beta Code: tetra/stegos

English (LSJ)

τετράστεγον, with four stories, D.S.20.85, J.AJ1.3.2; fem. -η, PRyl.153.8 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Stockwerken; D. Sic. 20, 85; Ios.

Russian (Dvoretsky)

τετράστεγος: четырехкровельный, т. е. четырехярусный (πύργοι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράστεγος: -ον, ἔχων τέσσαρας στέγας, ἤτοι τέσσαρα πατώματα, τετράπατος, Διόδ. 20. 85, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις στέγες, τέσσερα πατώματα («δύο... πύργους τετραστέγους», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στεγος (< στέγη), πρβλ. πεντάστεγος].