ἀδιάψευστος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἀδιάψευστον, not deceitful, D.S.5.37; of καταληπτικὴ φαντασία, Sphaer.Stoic.1.141, cf. M.Ant.4.49, Iamb. Protr.21. Adv. ἀδιαψεύστως S.E.M.7.191, Ruf.Fr.68.10.
Spanish (DGE)
-ον
1 no engañoso προσδοκία D.S.5.37, κριτήριον S.E.M.7.191, Ptol.Iudic.15.1, de teorías filosóficas, Iambl.Protr.21, entre los estoicos καταληπτικὴ φαντασία Sphaer.Stoic.1.141
•de pers., M.Ant.4.49, cf. ICr.4.508.10 (IV d.C.).
2 adv. -ως de manera real, verdadera S.E.M.7.191, Ptol.Iudic.15.9, Ruf.Fr.68.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάψευστος: -ον, ὁ μὴ ἀπατηλός. Διοδ. 5. 37, Ἀνθ. - Ἐπίρρ. -τως, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 191.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάψευστος: не обманывающий, неложный (κριτήρια Sext.): αἱ ἀδιάψευστοι τοῦ κέρδους προσδοκίαι Diod. надежные виды на прибыль.
German (Pape)
untrüglich, DS. 5.37; Sp.