ὀστολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A gathering up of bones after the burning of a body, D.S.4.38:—also ὀστολόγιον, τό, Lat. ossilegium, Glossaria
II v. ὀστεολογία.
German (Pape)
[Seite 400] ἡ, das Aufsammeln von Knochen, bes. nach Verbrennung des Leichnams, D. Sic. 4, 38.
Russian (Dvoretsky)
ὀστολογία: ἡ собирание костей (после сожжения мертвеца) Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστολογία: συλλογὴ τῶν ὀστῶν μετὰ τὴν καῦσιν τοῦ σώματος, Διόδ. 4. 38· ― ὡσαύτως ὀστολόγιον, τό, Λατ. ossilegium, Γλωσσ. ΙΙ. πραγματεία περὶ ὀστῶν, Γαλην. 4. 27.
Greek Monolingual
(I)
ὀστολογία, ἡ (Α) οστολόγος
συλλογή οστών μετά την καύση του σώματος.
(II)
ὀστολογία, ἡ (Α)
βλ. οστεολογία.