ἐνδεχομένως
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
Adv. of ἐνδέχομαι, = ὅσον ἐνδέχεται, Decr. ap. D.18.165, Plb.1.20.4, al., D.S.20.26, LXX 2 Ma.13.26, etc.; ὡς ἐ. PPetr.2p.53; ἀντέγραψεν ἐ. to the best of his ability, Aristeas 41.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. pres. de ἐνδέχομαι
1 lo mejor posible
a) de la mejor manera posible ὅπως ἐ. ὁ δῆμος βουλεύσηται Decr. en D.18.165, cf. Plb.4.60.6, ἀπελογήσατο ἐ. habló en su defensa lo mejor que supo LXX 2Ma.13.26, cf. D.S.14.110, ἐδόκουν ἐ. χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν Plb.1.20.4, cf. D.S.19.83, ἀντέγραψεν ἐ. ταῦτα contestó de la manera más adecuada lo que sigue Aristeas 41;
b) hasta donde es posible, cuanto sea posible καλῶς οὖν ποιήσεις φροντίσας ὡς ἐ. περὶ αὐτόν PPetr.2.15.3.4 (III a.C.), πάντα δ' ἐ. αὐτοῦ ποιοῦντος pero aunque hacía todo lo que estaba en su mano D.S.20.26, op. ἀναγκαίως ‘necesariamente’, Euagr.Pont.Schol.Pr.194.6, Gnost.33.
2 de modo contingente, como posibilidad ἐ. καὶ ὁπότερα ἔτυχε op. καθ' εἱμαρμένην Eus.PE 6.9.25, cf. Basil.M.29.684B, κίνησις παντὶ ἀνθρώπῳ ἐ. ὑπάρχει Them.in APr.19.31, cf. in de An.6.25.
German (Pape)
[Seite 833] nach Möglichkeit; Dem. 18, 165 im Psephisma; Pol. 21, 9, 3 u. oft, wie a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
autant qu'il est possible.
Étymologie: ἐνδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδεχομένως: насколько возможно, в меру возможности Dem., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδεχομένως: ἐπίρρ. τοῦ προηγουμ. = ὅσον ἐνδέχεται, Λατ. quantum fieri possit, ψήφισμ. παρὰ Δημ. 283. 5, Πολύβ. 1. 20, 4, κτλ.
Greek Monolingual
(AM ἐνδεχομένως)
επίρρ. κατ' ακολουθίαν, πιθανώς.
Greek Monotonic
ἐνδεχομένως: επίρρ. του προηγ., όσο είναι πιθανόν, παρά Δημ.