σκεπαρνηδόν
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
English (LSJ)
Adv. like a bandage (σκέπαρνον ΙΙ), Hp.Fract.29.
German (Pape)
[Seite 892] adv., nach Art eines wundärztlichen Verbandes, Hippocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκεπαρνηδόν [σκέπαρνος] adv., als een bijl. Hp. Fract. 29.
Greek (Liddell-Scott)
σκεπαρνηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τοῦ ἐπιδέσμου τοῦ καλουμένου σκέπαρνον, Ἱππ. Ἀγμ. 770.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τον τρόπο του επιδέσμου σκέπαρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπαρνος «είδος χειρουργικού επιδέσμου» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].