καθολικός
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ή, όν, (καθόλου)
A general, ὕδερος Hp.Int.26; καθολικόν, τό, generic description, Stoic.2.74; καθολικά, τά, title of work by Zeno, ib. 1.14; ἔμφασις (v. sub voc.) Plb.6.5.3, cf. 1.57.4; κ. καὶ κοινὴ ἱστορία Id.8.2.11; κ. περίληψις D.H.Comp.12; κ. παραδόσεις Phld. Rh.1.126S.; κ. θεώρημα Cic.Att.14.20.3; κ. praecepta, Quint.2.13.14; -ώτεροι λόγοι general, opp. εἰδικοί, S.E.P.2.84, cf. Hermog.Meth. 5; κ. προσῳδία, title of work by Hdn.Gr. on accents; νόμος -ώτερος Ph.2.172; κ. ἐπιστολή an epistle general, 1 Ep.Pet.tit.; of general interest, BGU19i5(ii A.D.); universal, κ. τίς ἐστιν καὶ θεία ἡ ταυτότης καὶ ἡ ἑτερότης Dam.Pr.310. Adv. -κῶς generally, ἀποφήνασθαι Plb. 4.1.8; εἰπεῖν in general terms, Str.17.3.10, cf. Phld.Rh.1.161 S.; κ. εὑρίσκεταί τι Hermog.Inv.3.11; κ., opp. πληθικῶς ('in the majority of cases'), OGI669.49(Egypt, i A.D.); universally, Porph.Sent.22: Comp. -ώτερον Plb.3.37.6, Gal.18(1).15; -ωτέρως Tz.ad Lyc.16. II as Subst., καθολικός, ὁ, supervisor of accounts (οἱ καθόλου λόγοι), = Lat. procurator a rationibus, Εὐφράτης ὁ κ. Gal.14.4, cf. Jahresh.23 Beibl.269(Ephes., ii A.D.); in Egypt, = Lat. rationalis, PLond.3.1157 (iii A.D.), IGRom.1.1211 (Diocletian), POxy.2106.25(iv A.D.), etc.; also, = consularis, Gloss.; in cent. iv, also, = rationalis summarum, Τεωργίῳ κ. Jul.Ep.188, 189 tit.
German (Pape)
[Seite 1288] ή, όν, das Ganze betreffend, allgemein, durchgängig, καὶ κοινὴ ἱστορία Pol. 8, 4, 11, öfter, von Arist. an gebräuchlich, im Ggstz von καθέκαστα. Auch καθολικώτεροι λόγοι im Ggstz von εἰδικοί, S. Emp. pyrrh. 2, 84. – Adv. καθολικῶς, im Ggstz von κατὰ μέρος, Pol. 4, 1, 8 u. öfter; αἱ χῶραι καθολικώτερον θεωρούμεναι 3, 37, 6; καθολικώτερον ἀπεφήνατο S. Emp. pyrrh. 3, 205.