δύσελπις
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
δύσελπι, gen. δυσέλπιδος,
A hardly hoping, despondent, A.Ch.412 (lyr.), Hp.Nat.Mul.41 (prob.), X.HG5.4.31, Arist.Rh. 1390a4; δ. τι ἐρεῖν Luc.Herm.69.
II Pass., hardly hoped for, νίκη Onos.38.2.
Spanish (DGE)
δύσελπι
• Morfología: [ac. δύσελπιν Ph.2.2]
1 que ha perdido la esperanza, desesperanzado de pers., A.Ch.412, X.HG 5.4.31, Ph.1.119, 2.2, 3, Plu.Pel.31, Charito 5.10.3, Procop.Goth.4.24.3, βίος δ. una vida sin esperanza Synes.Ep.41, c. ac. de rel. οὐ μέντοι δ. εἰμι τὸ μὴ ... εἰσφέρειν X.Vect.3.7, c. giro prep. περὶ τῶν ὅλων I.AI 3.11, δυσέλπιδες ἐπὶ τῇ τέχνῃ γεγενημένοι Procop.Aed.1.1.70, c. inf. δ. εἶναι τὴν ἑαυτοῦ ζωὴν καταλήψεσθαι Synes.Ep.79
•inclinado a la desesperación, inclinado al desaliento (οἱ πρεσβύτεροι) Arist.Rh.1390a4, δύσθυμον μᾶλλον τὸ θῆλυ τοῦ ἄρρενος καὶ δύσελπι Arist.HA 608b12, de enfermos hipocondríacos y melancólicos σκυθρωποὶ ἀλόγως καὶ δυσέλπιδες Gal.8.418, δύσθυμοι καὶ δυσέλπιδες Aët.9.18
•subst. τὸ δύσελπι = desesperanza, desaliento τὸ δ. ἔς τε ἀθυμίαν καὶ ἐς ἀπόγνωσιν ἐμβαλόν la desesperanza que arroja (a los hombres) al desánimo y la desesperación D.C.57.1, c. rég. τὸ δ. τῆς σωτηρίας I.AI 15.246, τὸ περὶ τῶν αὖθις δ. διακείμενον el desaliento que nos invade respecto al futuro I.AI 5.41.
2 de abstr. que acaba con toda esperanza θάνατος CEG 666.3 (Amorgos IV a.C.)
•descorazonador λυπηρόν τι καὶ δύσελπι ἐρεῖν Luc.Herm.69.
3 en lo que apenas se confía νίκη Onas.38.2.
French (Bailly abrégé)
δύσελπις, δύσελπι ; gén. δυσέλπιδος
qui espère difficilement, qui désespère.
Étymologie: δυσ-, ἐλπίς.
German (Pape)
δύσελπι, δυσέλπιδος, hoffenungslos, verzweifelnd; Aesch. Ch. 406; Xen. Hell. 5.4.31; seq. inf. c. ἄν Vectig. 3.7; Arist. Eth. 3.7 und öfter, wie Sp.
Russian (Dvoretsky)
δύσελπις: δύσελπι, gen. δυσέλπιδος adj. потерявший надежду, отчаявшийся Aesch., Xen., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δύσελπις: δυσέλπιδος, ὁ, ἡ, ὁ μόλις ἐλπίζων, ἄπελπις, Αἰσχύλ. Χο. 412, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 31, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 11 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
δύσελπις ο, η (Α)
1. αυτός που δύσκολα ελπίζει, απελπισμένος
2. αυτός που φέρνει απελπισία
3. αυτός που δεν αναμένεται πια («δύσελπις νίκη»).
Greek Monotonic
δύσελπις: δυσέλπιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ελπίζει λίγο, απελπισμένος, αποθαρρυμένος, λιπόψυχος, σε Αισχύλ., Ξεν.
Middle Liddell
δύσ-ελπις, ιδος
hardly hoping, desponding, Aesch., Xen.