συστρεμματάρχης

From LSJ
Revision as of 13:08, 2 May 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστρεμματάρχης Medium diacritics: συστρεμματάρχης Low diacritics: συστρεμματάρχης Capitals: ΣΥΣΤΡΕΜΜΑΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: systremmatárchēs Transliteration B: systremmatarchēs Transliteration C: systremmatarchis Beta Code: sustremmata/rxhs

English (LSJ)

joint commander; v. sub σύστρεμμα.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τίτλος τών τεσσάρων εκτάκτων, τών στρατιωτικών που ήταν αποσπασμένοι σε μονάδα ψιλών, δηλαδή ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύστεμμα, -ατος «πλήθος, λόχος» + -άρχης].

German (Pape)

ὁ, Anführer einer Rotte von zweitausend Mann, Arr. tact.