rijoso
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Spanish > Greek
ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος