ῥόχανον
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 849] τό, das Streichholz beim Messen; wahrscheinlich eigtl. ῥόγανον, von ῥόγος (?); ἐπιῤῥόγανον hat Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόχᾰνον: τό, ξύλον, δι’ οὗ ἰσάζουσι τὸ μέτρον τοῦ γεννήματος, κοινῶς «ῥῆγλα», «ῥόχανον· σκυταλίδα, ἀπορ(ρ)ακτήριον, ᾗ ἀπορ(ρ)ηγλιῶσι τὸ μέτρον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ξύλο με το οποίο ίσιωναν την επιφάνεια της ποσότητας δημητριακών κατά τη μέτρηση.