ἀποίκιλος
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ἀποίκιλον, unadorned, simple, ἀληθείας στολή Ph.1.369, al.; homogeneous, σῶμα ὁμοιομερὲς καὶ ἀ. Plot.6.7.13, cf. Iamb.VP23.103. Adv. ἀποικίλως Vett. Val.343.36.
Spanish (DGE)
-ον
1 simple, sin adorno ἡ ἀ. ἀληθείας ... στολή Ph.1.369, ἁπλοῦς ὁ στίχος ... καὶ ἀ. Sch.Er.Il.13.662, ἀ. παράδοσις Iambl.VP 103
•homogéneo σῶμα ὁμοιομερές τι καὶ ἀ. Plot.6.7.13.
2 adv. ἀποικίλως = de manera simple ἡ φύσις ... δημιουργεῖ ἡρέμα τὰ πάντα ... καὶ ἀ. Vett.Val.343.36.
German (Pape)
[Seite 304] nicht bunt, einfach, Iambl.
Russian (Dvoretsky)
ἀποίκιλος: не разнообразный, однообразный (sc. στίχος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποίκῐλος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ποικιλίαν, μὴ κεκοσμημένος, Φίλων 1. 369 κτλ.
Greek Monolingual
ἀποίκιλος, -ον (AM) ποικίλος
αστόλιστος, αδιακόσμητος.