εἰσπράσσω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
Att. εἰσπράττω,
A get in or exact, φόρον IG12.65.16, cf.22.1172.18, Pl.Lg.949d, Plb.13.7.3, Plu.2.1044a : c.acc. pers., τοὺς ὑπερημέρους D.21.11, cf.24.13; οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον did not charge the people [with it], Decr. ap. D.18.115: c.dupl. acc., τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰ. τοὺς συμμάχους Isoc.5.146; προσήκει ὑμᾶς τοῦτον εἰσπρᾶξαί μοι τὰ ἀναλώματα Id.50.67:—Med., exact for oneself, have paid one, κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο E.IT559; Med. is freq. interchangeable with Act., D.21.155: so in pf. Pass., πικρῶς εἰσπράττειν με, ὥσπερ καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται Id.35.44; also εἰ. τιμωρίαν exact vengeance, Jul.Or.2.58a:—Pass., of the money to be exacted, D.19.21, IG2.814a A24; of persons, have money exacted from one, have to pay it, D.33.24.
German (Pape)
[Seite 746] eintreiben, einfordern, was man mit Recht fordern kann, B. A. 245 ἀπαιτεῖν; Plat. Legg. XII, 949 d; τινά τι, z. B. τοσοῦτον πλῆθος τῶν χρημάτων τοὺς συμμάχους Isocr. 5, 146; von Abgaben u. Schulden, τοὺς τριηράρχους, τοὺς ὀφείλοντας, Dem. 24, 13. 161; τοὺς ὑπερημέρους 21, 11; χρήματα, erpressen, Pol. 13, 7, 3; τιμήν, ἐπιτήδεια εἰσπράττομαι, von mir wird eingefordert, D. Cass. 45, 28. 77, 9. – Med., für sich eintreiben, κακὸν δίκαιον Eur. I. T 559; παραγώγιον εἰσπράξομαι Philppds. Poll. 9, 30; εἰσπράξεται μισθὸν παρ' οἷς ἐδείπνει Antiphan. Ath. VI, 240 f; Sp., wie Plut. X oratt. 4 p. 238 Luc. paras. 52.