παραστατικός
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for standing by. Adv. -κῶς Phot., Suid. II bringing to light, displaying, ἑαυτοῦ τε καὶ τοῦ ἑτέρου Antioch.Ascal. ap.S.E.M.7.162 ; ἀληθοῦς Stoic.2.73 ; indicative, c. gen., τὰ καιροῦ π. (sc. ἐπιρρήματα) οἷον σήμερον D.T.641.28, cf. A.D.Pron.7.26, al., S.E. M.8.202 ; making manifest, ὁλοτελῶν κόσμων π. Dam.Pr.224. III able to exhort or rouse, c. gen., ἀγωνίας Plb.3.43.8 ; ὁρμῆς Plu.Lyc. 21 ; creating a disposition or propensity, πρὸς τὰς πράξεις Phld. Mus.p.71 K. ; π. πρὸς συνουσίαν S.E.M.1.307 ; π. ἀπό τινος εἴς τι Phld.Oec.p.52 J. IV desperately courageous, Plb.16.5.7 (Comp.). Adv. -κῶς Id.16.28.8, D.S.18.22 : Comp. -ώτερον Id.20.11. 2 desperate, furious, διάθεσις Plb.1.67.6, etc. ; π. τὰς διανοίας Id.18.46.10. V parastatica, = παραστάς, Vitr.5.1.6, 10.10.2, Plin.HN33.52. VI -κόν, τό, tomb, MAMA3.10, al. (Seleucia ad Calycadnum).
German (Pape)
[Seite 500] ή, όν, 1) was das Vermögen hat, Etwas vor die Seele od. vor die Sinne zu stellen, anzudeuten, innerlich anzuregen, Sp., bes. Gramm.; τὰ μέλη κέντρον ἔχειν ἐγερτικὸν θυμοῦ καὶ παραστατικὸν ὁρμῆς, Plut. Lyc. 21; ἦν τὸ γιγνόμενον ἐκπληκτικὸν καὶ παραστατικὸν ἀγωνίας, Pol. 3, 43, 8; Sp. – 2) wer gefaßt ist und der Gefahr entgegentritt, kühn, τῆς ψυχῆς γενναιότητι λαμπρότερος καὶ παραστατικώτερος ἢ πρόσθεν, Pol. 16, 5. 7, öfter; auch im schlimmen Sinne, ἀποθηριοῦσθαι καὶ παραστατικὴν λαμβάνειν διάθεσιν, 1, 67, 6; ὁρμή, wüthender Angriff, 33, 8, 5. – 3) verzückt, sowohl von propbellscher Begeisterung, als wahnsinnig. – Adv., bes. in der 2. Bdtg, Pol. 16, 28 u. A.; παραστατικώτερον τὸν κίνδυνον ὑπέμειναν, D. Sic. 20, 11.