ἐξεῖπον
English (LSJ)
inf. ἐξειπεῖν, aor. 2 in use of ἐξαγορεύω; ἐξερῶ (q.v.) being the fut.: also aor. 1
A ἐξεῖπας S.El.521:—tell out, declare, ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι Il.9.61; αὐτίκ' ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι 24.654, cf. Od.15.443; ἐ. ὅτι μοι παρορᾷς Ar.Av.454 (lyr.); ἀκριβείᾳ χαλεπὸν ἐ. Th.7.87. 2 c. dupl. acc., κακὰ ἐ. τινά tell evil tales of a person, D.21.79; τίν' ἀρχήν σ' ἐξείπω κακῶν; E.El.907; πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ ἐξεῖπας, ὡς . . S.El.521, cf. 984.
German (Pape)
[Seite 875] (s. εἶπον), fut. ἐξερῶ (s. unten auch ἐξερὲω), perf. ἐξείρηκα u. s. w., gerade heraussagen; ἐξείπω καὶ πάντα διΐξομαι Il. 9, 61; Etwas aussagen, es bekannt machen, oft mit dem Nebenbegriff verrathen, τινί τι, 24, 654 Od. 15, 443; Pind. I. 1, 60; Aesch. Ag. 908; ἐξερῶ, μόλις δ' ἐρῶ Soph. Phil. 329; ἃ ἐξείρηκας Tr. 349; καὶ τόδ' ἐξειρήσεται 1176; ἀκριβείᾳ μὲν χαλεπὸν ἐξειπεῖν Thuc. 7, 87; wie εἰπεῖν mit doppeltem acc., καὶ τὴν μητέρα κἀμὲ ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα κακὰ ἐξεῖπον Dem. 21, 79, sie sagten gegen mich frech heraus; vgl. Soph. El. 521; τίν' ἀρχὴν πρῶτά σ' ἐξείπω κακῶν Eur. El. 907; spätere Prosa, πρός τινα Plut. Thes. 26.