στέρνον
English (LSJ)
τό,
A breast, chest, in Hom. both in sg. and pl., always of males (στῆθος being used of both sexes), βάλε δουρὶ σ. ὑπὲρ μαζοῖο Il.4.528, cf. 2.479, etc.; κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσαι Od.5.346, cf. Pi. N.10.68, X.An.1.8.26: pl., εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Il.3.194; ἐν δέ τέ οἱ κραδίη . . στέρνοισι πατάσσει 13.282; σ. λαχνάεντα Pi.P.1.19; so in X., Cyr.1.2.13; παίσας εἰς τὰ σ . . . παῖδα ib.4.6.4; of horses, Il.23.365 (sg. in 508); of sheep, Od.9.443; in Trag. also of women, in sg., E.Hec.563; pl., μαστούς τ' ἔδειξε στέρνα θ' ib.560; στέρνων πλαγαί beating of the breast, S.El.90 (anap.); ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι Id.Aj.633 (lyr.); στέρν' ἄρασσε A.Pers.1054. 2 Poet., esp. Trag., also, the breast as the seat of the affections, heart, ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν σ. οὐ μαλάσσεται S.Fr.195; τὸ σὸν μὴ σ. ἀλγύνοιμι Id.Tr.482: mostly in pl., ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα A.Ch.746, cf. S.Ph.792; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν one ought to feel thus, Id.Ant.639; στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Simon.(?)85; Ἄρη ἐν στέρνοις ἔχειν E.Ph.134; ἐξ εὐμενῶν σ. δέχεσθαί τινα S.OC487; οἷς πολιοῦχος ὑπὸ στέρνοις ἀρετά τε καὶ αἰδώς Isyll.16. II metaph., στέρνα χθονός Suid., cf. Sch. S.OC691. 2 ὑπὸ στέρνοισι καμίνου in the heart of the fire, Nic. Th.924.—Rare in early Prose (v. supr.); found also in Medic., in signf. 1.1, Hp.Flat.10 (pl.), Sor.1.103, al., Gal.16.608, 18(2).65, al. (all sg.); τὰ σ. μαχαίρᾳ ἀνσχίσσαντα IG42(1).121.99 (Epid., iv B.C.); never in Arist. (f.l. for στενῶν in Pr.905b40). III breastbone, Gal.2.592, UP6.8.
German (Pape)
[Seite 937] τό, die Brust, der breite, flach gewölbte Obertheil des menschlichen Körpers; bei Hom. von der Brust des Mannes; Ἀγαμέμνων στέρνον ἴκελος Ποσειδάωνι, Il. 2, 479; εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν, 3, 194; öfter so im plur.; βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, 4, 528; ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειεν, Brust od. Unterleib treffen, 13, 290; auch von der Brust des Pferdes, 23, 365. 508, und des Schafes, Od. 9, 443; λαχνάεντα, Pind. P. 1, 19; ἀμπνοὰ στέρνων, P. 3, 57; στέρν' ἄρασσε, Aesch. Pers. 1011; Ag. 76 u. öfter, immer im plur.; und so meist auch bei Soph. u. Eur.; auch übertr., wie unser Brust, Herz, τὸ σὸν μὴ στέρνον ἀλγύναιμι, Soph. Trach. 482; ἐξ εὐμενῶν στέρ νων δέχεσθαι τὸν ἱκέτην, O. C. 488; οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν, so gesinnt sein, Ant. 633. – Auch in Prosa, Xen., auch im plur. von einem Menschen, Cyr. 1, 2, 13. 2, 1, 9.