κατεπείγω
English (LSJ)
A press down, χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει Il.23.623. 2 press hard, οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν his creditors were pressing him hard, D.33.6, cf. Th.1.61; κατεπείγει ὕδωρ ῥέον the ebbing water (of the clepsydra) urges him on, Pl.Tht.172e; ἡ φιλοτιμία κατήπειγεν αὐτόν Id.Ep.338e: c. acc. et inf., οὐδὲν ἡμᾶς ἐστὶ τὸ κατεπεῖγον τὸ μὴ . . σκοπεῖν Id.Lg.781e; οὐδὲν ὑμᾶς κ. ἀκοῦσαι D.24.18; τὸ -επεῖγον πράττειν X.Mem.2.1.2; τὰ ἀναλώματα τὰ -επείγοντα PFlor.161.5 (iii A.D.); τὸ κ. alone, the urgent symptom, Gal.17(2).426; οὔτε τι κωλύει οὔτε -επείγει Hp.Fract.14; τὰ μάλιστα -επείγοντα Isoc.8.132, cf. Plb.1.66.6; τῶν ἐν ἐκείνῳ μὲν τῷ χρόνῳ πραχθέντων, ῥηθῆναι δὲ νῦν οὐ -επειγόντων not urgently requiring mention, Isoc.12.192; τῆς ὥρας -επειγούσης Plb.3.99.9; θόρυβος φόβος μετὰ φωνῆς -επείγων Stoic.3.98:—Pass., to be pressed, Hyp.(?)Oxy.1607.43, Phld.Rh.1.138 S.; περί τινος PCair.Zen.530 (iii B.C.). II intr., hasten, make haste, ἕπου κατεπείγων Ar.Ec.293: c. inf., Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον ξυνάψαι were in no haste, X.HG4.2.18; οὐδέν κω κατεπείγων αὐτὸς ἥκειν prob. in Hdt.8.126. III Med., hasten, ἐκ Κορίνθου Ἀθήναζε Alciphr.3.51. 2 c. gen., to be anxious, long for... Plb.5.37.10, 30.5.9: also c. dat., press for, τῷ ἐφοδίῳ PSI6.603.22 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1396] drängen, antreiben. beschleunigen; Hom. in tmesi, χαλεπὸν κατὰ γῆρας ἐπείγει Il. 23, 623; οὐδενὸς κατεπείγοντος ἥκειν, unangetrieben, Her. 8, 126; κατεπείγει ὕδωρ ῥέον Plat. Theaet. 172 d, dgl. Legg. VI, 781 e; Βοιωτοὶ οὐδέν τι κατήπειγον τὴν μάχην ξυνάψαι Xen. Hell. 4, 2, 18, wo es auch intrans. sein kann, »sie eilten nicht«; Πομπηΐου κατεπείξαντος, auf Betrieb des P., Plut. Sert. 19; bedrängen, Thuc. 1, 61; οἱ χρῆσται κατήπειγον αὐτόν Dem. 33, 6; ὑμᾶς ἀκοῦσαι 24, 18, vgl. 28; κατεπείγειν τὸν κυβερνήτην ὁρμίζειν Pol. 6, 44, 6; τὰ κατεπεί. γοντα, das Dringendste, was Noth thut, Noth, Bedürfniß, Xen. Mem. 2, 1, 2; Isocr. 5, 25; Luc. Tim. 48; Plut. Pericl. 27; τὰ κατεπείγοντα πρὸς τὴν χρείαν Pol. 1, 21, 4; κ. ἡ ὥρα, die Zeit drängt, 3, 99, 9. – Pass. eilen, sich beeilen, Ἀθήναζε Alciphr. 3, 51; – dringendes Verlangen wonach haben, τῆς ξυμμαχίας Pol. 30, 5, 9, vgl. 5, 37, 10.