σιγάω

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγάω Medium diacritics: σιγάω Low diacritics: σιγάω Capitals: ΣΙΓΑΩ
Transliteration A: sigáō Transliteration B: sigaō Transliteration C: sigao Beta Code: siga/w

English (LSJ)

Dor. 2sg.

   A σιγῇς Ar.Ach.778; Cyrenaic inf. σιγέν Berl.Sitzb. 1927.170; 1sg. opt. σιγῷμ (ι) E.Hipp.336: fut. -ήσομαι S.OC113, 980, E.Ba.801, Ar.Av.1684, etc.; later -ήσω AP9.27 (Arch. or Parmen.), D.Chr.37.42, Charito 1.10: pf. σεσίγηκα Aeschin.3.218:— Pass., fut. σιγηθήσομαι E.IT1076; σεσιγήσομαι Pl.Ep.311c: aor. ἐσιγήθην E.Supp.298, Aeschin.2.86: pf. σεσίγημαι (v. infr.): (σιγή):— keep silence, used by Hom. only in imper. σίγα, hush! be still! Il.14.90, Od.17.393; σιγᾶν h.Merc.93, Hdt.8.61,110; but freq.in Pi., Trag., and Att., as Pi.N.10.29, A.Pr.200, etc.; σ. περί τινος E.Hipp.312; πρὸς οὓς δεῖ Pl.Phdr.276a; πρὸς τοῦτο, ἐν τούτῳ, X.Cyr.5.5.20, An.5.6.27.    2 metaph. of things, σιγῶν δ' ὄλεθρος καὶ μέγα φωνοῦντ' . . ἀμαθύνει A.Eu.935 (anap.); σύριγγες οὐ σιγῶσιν Id.Supp.181; σίγησε δ' αἰθήρ E.Ba.1084; σ. πόντος, σ. ἀῆται, ἁ δ' ἐμὰ οὐ σ. ἀνία Theoc.2.38:—in E.Fr.781.13, τὰ σιγῶντ' ὀνόματ' . . δαιμόνων seems to be = τὰ ἄρρητα, secret, mystical:—Pass., μέμψομαι σιωπὴν ὡς ἐσιλγήθη κακῶς I shall impute as a fault that silence was kept, Id.Supp.298; also τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου; why is it all silent? Id.Alc.78; σιγῶντα λέγειν, λέγοντα σιγᾶν, phrases illustrating a logical fallacy, Pl.Euthd. 300b, Arist.SE166a13.    II trans., hold silent, keep secret, Pi.Fr. 81, A.Pr.106,441, Ag.36, Hdt.7.104 (s. v. l.), etc.:—Pass., to be kept silent or secret, σεσιγαμένον χρῆμα Pi.O.9.103; ὁ θάνατος . . ἐσιγήθη Hdt.5.21; σιγώμενος S.Fr.653; ἐσιγάθη δ' ἂν ὑφορβός would never have been heard of, Theoc.16.54.

German (Pape)

[Seite 878] fut. σιγήσομαι, Soph. O. C. 113. 984, Eur. Phoen. 915 u. öfter, Ar. Pax 102 u. sonst, – schweigen, nicht von Etwas reden, es nicht mittheilen (vgl. σιωπάω); Hom., der aber nur den imper. σίγα, schweig! still! braucht, Il. 14, 90 Od. 17, 393. 19, 42; bei Folgdn theils intrans., theils c. accus., verschweigen, u. dah. pass.; σιγᾷ οἱ στόμα, Pind. N. 10, 29; σεσιγαμένον χρῆμα, Ol. 9, 103; u. Tragg.: οὔτε σιγᾶν, οὔτε μὴ σιγᾶν τύχας οἷόν τέ μοι τάσδ' ἐστί, Aesch. Prom. 106; σιγᾶν θ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια, Ag. 575; σιγᾶν ἄνωγα, Soph. El. 1450; σιγᾶν καὶ κρύπ τειν νόσον, Eur. Hipp. 394; ῥητὸν ἢ σιγώμενον, I. T. 938; τί σεσίγηιαι δόμος Ἀδμήτου; Alc. 79; ἐξ ἐμοῦ γε πάντα σιγηθήσεται, I. T. 1076; Hipp. 1430; Ar. oft; u. in Prosa: ὁρᾷς, ὅτι σιγᾷς καὶ οὐκ ἔχεις εἰπεῖν, Plat. Apol. 24 d; σιγῶν καὶ ἡσυχίαν ἄγων, 37 e; μηδὲ σιγῶντα, ἀλλὰ θορύβου μεστά, Legg. IX, 876 b; οὐδ' εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον σιγηθήσεται, Ep. II, 310 e; καὶ οἱ λόγοι οεσιγήσονται, 311 b; σιγήσας ἡνίκ' έδει λέγειν, Dem. 18, 189; σεσίγηται τὸ κάλλιστον κήρυγμα, ist verstummt, Aesch. 3, 4; auch = aufhören zu reden; u. bei Sp. überh. aufhören, ruhen, σιγῶσι δ' όίστοί, Tryph. 428.