συγκεράννυμι

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεράννῡμι Medium diacritics: συγκεράννυμι Low diacritics: συγκεράννυμι Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synkeránnymi Transliteration B: synkerannymi Transliteration C: sygkerannymi Beta Code: sugkera/nnumi

English (LSJ)

or συγκερ-νύω, poet. συγκεράω Nic.Al.321:—Pass., fut.

   A συγκρᾱθήσομαι E.Ion 406: aor. 1 συνεκράθην [ᾱ], Ion. -εκρήθην Hp.Vict.1.32; also -εκεράσθην Pl.Lg.889c: pf. συγκέκρᾱμαι (v. infr.): —mix, blend with, πολλὰ [ἑνί] or εἰς ἕν, Id.Cra.424d, Ti.68d; λύπῃ τὴν ἡδονὴν σ. temper pleasure by a mixture of pain, Id.Phlb.50a; τὸ πικρὸν μέλιτι AP12.154 (Mel.).    2 mix together, commingle, πολλά Pl.Cra.424e; τὸν πέμπτον [κύαθον] AP12.168 (Posidipp.); μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Anacreont.20.4; ἐξ ἀμφοτέρων σ. make a mixture of both, Pl.R.397c.    3 attemper, compose, ὁ θεὸς -κέρασε τὸ σῶμα 1 Ep.Cor.12.24.    II more freq. in Pass., to be mixed or blended with, coalesce, τινι Pl.Ti.68c; πρὸς ἄλληλα Id.R.618d.    2 to be commingled, blended, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη the old commingled woes, A.Ch.744: c. dat., Call.Aet.3.1.75; παίδων ὅπως νῷν σπέρμα σ. E. l.c.; ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς . . ξυγκραθέν Th.6.18; τῇ τῶν ἐναντίων κράσει σ. Pl.Lg.889c; ἔκ τινων Id.Ti.37a; ἀπό τινων Id.Phd.59a; παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη D.61.43; συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, of the dog and fox, X.Cyn.3.1.    3 of friendships, to be formed by close union, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Hdt.4.152:—Med., πρός τινα φιλίην συγκεράσασθαι form a close friendship with any one, Id.7.151, cf. D.H.6.7; so τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκρημένον (cj. Reiske for συγκεκυρημένον) Hdt.9.37.    4 of persons, to be closely attached to, be close friends with, τοῖς ἡλικιώταις X.Cyr.1.4.1.    b to become closely acquainted with, become deeply involved in, συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant.1311 (lyr.); πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ar.Pl.853; πενία δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ S.Fr.944; οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη deeply affected by... Id.Aj.895; for Tr.662 (lyr.), v. πάγχριστος.    5 of a wife, ἀξίοις γάμοις -κερασθεῖσα IG5(2).268.32 (Mantinea, i B.C.), cf. Plu.2.768b.    III Med., mix with or for oneself, εἰς μίαν πάντα ἰδέαν Pl.Ti.35a, cf. 69d; σ. αἰσθήσεις νῷ Id.Lg.961e.

German (Pape)

[Seite 967] u. συγκεραννύω (s. κεράννυμι) zusammenmischen, verbinden, vereinigen, λύπῃ τὴν ἡδονήν, Plat. Phil. 50 a, u. öfter; Ggstz διακρίνειν, Partm. 129 e; ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα ἄλγη δύσοιστα, Aesch. Ch. 733, wie Soph. δειλαίᾳ συγκέκραμαι δύᾳ, Ant. 1295, u. Τέκμησσαν οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένην, Ai. 879; vgl. Trach. 659 u. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, Ar. Plut. 853, mit einem Geschicke, Unglücke, unzertrennlich verbunden sein; συγκεράσασθαι φιλίαν, Freundschaft schließen, πρός τινα, mit Einem, Her. 7, 151; vgl. Pors. Eur. Med. 138; auch pass., φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν, Her. 4, 152; ξυγκραθέν, Thuc. 6, 18; ταχὺ τοῖς ἡλικιώταις συνεκέκρατο ὥστε οἰκείως διακεῖσθαι, Xen. Cyr. 1, 4, 1; Plat. hat neben συνεκεράσθη, Legg. X, 889 c Phil. 46 c, ὅταν συγκραθῇ, Tim. 68 c, u. συγκραθεῖσα, 37 a; adj. verb. συγκρατέον, Phil. 62 b.