ἔργω
English (LSJ)
Ep. and Ion., and ἐέργω, Ep. for Att. εἴργω (or εἵργω, v. infr.), which occurs once in Hom.,
A τῆλέ με εἴργουσι ψυχαί Il.23.72 (s.v.l.): impf. εἶργον Th.1.106, (ἐξ-) Hdt.5.22 : fut. ἔρξω (ξυν-) S. Aj.593, εἴρξω or εἵρξω Id.Ph.1407, E.El.1255, Th.4.9 : aor. I ἔρξα Od. 14.411, v.l. for εἷρξα in Hdt.3.136, εἷρξα E.Ba.443, Philipp. ap. D.12.2, etc.: aor. 2 εἴργᾰθον (v. ἐργαθεῖν):—Med. and Pass., pres., Il.17.571, Hdt.5.57, etc.: fut. ἔρξομαι S.OT890 (lyr.), εἴρξομαι X.An.6.6.16, Aeschin.3.122: aor. I ἔρχθην Il.21.282, Hp.Mul.1.4, εἵρχθην Lycurg. 112, D.59.66 : pf. ἔργμαι h.Merc.123, Ep. 3pl. ἔρχαται Od.10.283 ; εἷργμαι Ar.Av.1085, εἶργμαι X.HG5.2.31 ; Ep. part. ἐεργμένος Il.5.89 : plpf., Ep. 3pl. ἔρχατο 17.354, ἐέρχατο Od.10.241. (εἵργω, = shut in, εἴργω, = shut out, acc. to Eust.1387.3 ; cf. the compds. ἀπείργω, καθείργω, but ἄφ-ερκτος occurs A.Ch.446 (lyr.) ; the aspirate was always used in Att. acc. to Tz.inAn.Ox.3.352, but v. κατείργω: at Heraclea it occurs in ἀφ-, ἐφ-, and συν-ηέργω (qq.v.) : ϝέργ-, cf. Skt. vrajás 'enclosure', and perh. Lat. urgeo ; ἐ-is prothetic in Ep. ἐ-ϝέργω):—bar one's way either by shutting in or shutting out : I shut in, shut up, ἐρχθέντ' ἐν ποταμῷ Il.21.282 ; pen, ἐνὶ Κίρκης ἔρχαται ὥς τε σύες Od.10.283 ; [ἄρνες] διακεκριμέναι ἕκασται ἔρχατο 9.221 ; τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι 14.411 ; ὅσσους Ἑλλήσποντος ἐντὸς ἐέργει encloses, Il.2.845 (so ἔνδον εἵρξας Ar.Ach.330); ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε [φάλαγγας] drove them to the ships and shut them up there, Il. 16.395, cf.12.219, Th.1.106; shut up, θανόντων ψυχάς Thgn.710 ; esp. in prison, Hdt.3.136, Philipp. ap. D.12.2, Lycurg.112 (Pass.), D.59.66, etc. ; of things, θύραι δόμον ἐντὸς ἔεργον Od.7.88 ; σύμπαντα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος ἕρξας having included.., Pl.Plt.285b:—Pass., σάκεσσι γὰρ ἔρχατο πάντῃ were fenced in, secured, Il.17.354 ; γέφυραι ἐεργμέναι well-secured, strong-built, compact, 5.89 : Medic., of discharges, to be retained, Hp.Mul.1.4,8 ; ἐὰν ἡ τοῦ βλεφάρου θρὶξ εἰρχθῇ if the eyelash is caught (in the loop), Paul.Aeg.6.13 (fort. εἰρθῇ, vel ἐρθῇ, cf. ἐρτός). II shut out, Il.23.72, Th.4.9, etc. ; ἀμφὶς ἐέργει Il.13.706 (v. ἀμφίς A.II); κλῄθροις ἂν εἰργοίμεσθα E.Hel.288. 2 c. gen., shut out or keep away from, ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν Il.4.131, cf. Od.12.219 ; τῶν μὲν πάμπαν ἔεργε..θυμόν Hes.Op.335, cf. Parm.1.33; ἔργειν τινὰ σιτίων Hdt.3.48:—freq. in Pass., [μυῖα] ἐργομένη χροός Il. 17.571 ; εἴργεσθαι ἱερῶν, νομίμων, ἀγορᾶς, to be excluded from participation in.., Isoc.4.157, Antipho 6.36, Lys.6.24 ; but εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι short of, excluding death and maiming, Aeschin.1.183 : with Preps., ἔ. [βέλος] ἀπὸ χροός Il.4.130 ; τινα ἀπὸ τιμῆς Od.11.503 ; [ἀηδὼν] ἀπὸ χλωρῶν πετάλων ἐργομένα A.Supp.63 (lyr.); ἐκ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων X.An.6.6.16, etc. : rarely c. dat. pers., εἴργειν..μητρὶ πολέμιον δόρυ to keep it off from her, A.Th.416:— Med., keep oneself, abstain, withdraw from, c. gen., πόλιος Hdt.4.164 ; τῶν ἀσέπτων ἔρξεται S.OT890 (lyr.); γελώτων Pl.Lg.732c, etc. ; ἔργετο [τοῦ ἄλσεος] he kept away from it, i.e. spared it, Hdt.7.197. 3 hinder, prevent from doing, abs., Thgn.686, Pl.Lg.784c : c. dupl.acc., ἀλλ' ἡμᾶς τοῦτό γε μηδὲν..εἴρξῃ Id.Sph.242a, cf. Ar.V.334 (lyr.):— Pass., οὐδὲν εἴργεται nothing is barred, i.e. all things are permitted, S.Tr.344; εἴργου stop! cease! Id.OC836. b c. inf., mostly with μή or μὴ οὐ added, οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι Hdt.8.98 ; εἴργει τόνδε μὴ θνῄσκειν νόμος E.Heracl.963, cf. A.Ag.1027 (lyr.) : c. inf. only, κακὸν δὲ ποῖον εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι; S.OT129 ; εἴρξω πελάζειν Id.Ph.1407 (troch.); οὐδὲν εἴργει..τελειοῦσθαι τάδε Id.Tr.1257 : with the Art., εἰργαθεῖν τὸ μὴ οὐχ ἑλεῖν E.Ph.1175 ; also εἴργ. ὥστε.. or ὥστε μή.., c. inf., X.HG7.2.13, An.3.3.
ἔργω,
A do work, v. ἔρδω.
German (Pape)
[Seite 1022] ep. ἐέργω, ion. = εἴργω (Wurzel Fεργ, s. auch ἔργνυμι), aor. ἔρξα, perf. pass. ἔεργμαι, ἔρχαται, u. plusqpf. ἔρχατο u. ἐέρχατο, – 1) einschließen, einsperren, ἐν, Il. 21, 282 Od. 10, 283; ἐντὸς ἐέργειν, darin umschließen, umfassen, Il. 2, 845. 9, 404; δόμον ἐέργειν, das Haus verschließen, Od. 7, 88; ἔρχατο σάκεσσι, waren mit Schildern eingeschlossen, geschirmt, Il. 17, 354; γέφυραι ἐεργμέναι, geschlossen, festverbunden, 5, 89. – 21 ausschließen, absondern, trennen, fernhalten, Il. 23, 72 Od. 9, 221. 14, 63; von Etwas, τινός, Il. 17, 571; ἐεργόμενοι πολέμοιο, vom Treffen ferngehalten, 13, 525; ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργ' ἀεσίφρονα μῦθον Hes. O. 335; σιτίων τοὺς παῖδας ἐργόντων τῶν Κορινθίων Her. 3, 48; ἔργετο ἑκὼν τῆς Κυρηναίων πόλιος, hielt sich fern, 4, 164, vgl. 7, 197; ἀπό τινος, Il. 4, 130. 8, 213; ἀπὸ τιμῆς Od. 11, 503; ἔκ τινος, Orph. Arg. 1357. – Med. sich enthalten, τινός, Her. oft; τῶν ἀσέπτων ἔρξεται Soph. O. R. 885. – 31 drängen, zwingen, λαὸν ἐπ' ἀριστερά, linkshin treiben, Il. 12, 219; ἐπὶ νῆας 16, 395; ἐκτὸς ἐέργειν, herausdrängen, Od. 12, 219; ἀμφίς, s. unter diesem Worte. od. eigtl. Fεργω, thun, im praes. ungebräuchlich, s. ἐργάζομαι, u. die anderen tempp. unter ἔρδω.